επισκευάζομαι

επισκευάζομαι
επισκευάζομαι, επισκευάστηκα, επισκευασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”